αιρεσιαρχικός

αιρεσιαρχικός
-ή, -ό [αιρεσιάρχης]
1. αυτός που αναφέρεται στον αιρεσιάρχη ή στην αιρεσιαρχία
2. αυτός που τείνει στη δημιουργία αιρέσεως, νεωτεριστικός, επαναστατικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αιρεσιάρχης — ο (Α αἱρεσιάρχης) (νεοελλ. μσν.) αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως αρχ. αρχηγός σχολής και ειδικά στη Φιλοσοφία καθώς και στην Ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἵρεσις + αρχης < ἄρχω ΠΑΡ. μσν. αἱρεσιαρχῶ νεοελλ. αιρεσιαρχία, αιρεσιαρχικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”